- παράμεσος
- -η, -ο / παράμεσος, -έση, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑαυτός που βρίσκεται κοντά στο μέσο, στο κέντρο («παράμεσος δάκτυλος» — το δάχτυλο που βρίσκεται ανάμεσα στο μέσο και στο μικρό)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο παράμεσοςο παράμεσος δάκτυλος, αλλ. δακτυλίτηςαρχ.1. αυτός που βρίσκεται έξω από το κέντρο βαρύτητας2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παραμέση ή παράμεσος(ενν. χορδή) η χορδή η οποία βρίσκεται πάνω από τη μέση, ο χαμηλότερος φθόγγος στο διαζευγμένο τετράγωνο3. φρ. «παράμεσος συστολεύς»ναυτ. ο προς την οπίσθια όψη τετράγωνου ιστίου μέσος συστολέας.επίρρ...παραμέσως Αμε την κύρια έννοια.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + μέσον].
Dictionary of Greek. 2013.